Ηταν παγωμένοι, φοβισμένοι. Ούτε τα βλέφαρά τους δεν μπορούσαν να ανοιγοκλείσουν. Είτε κοιτούσαν τον τοίχο είτε εμένα ήταν το ίδιο. Είχαν επιστρατεύσει και την τελευταία τους δύναμη για να μείνουν όρθιοι.
Οπως λέει στο «Εθνος της Κυριακής», η επιχείρηση της περασμένης Κυριακής, όταν κλήθηκε μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα του ελικοπτέρου να απεγκλωβίσει ανθρώπους από το φλεγόμενο Norman Atlantic, είναι η πιο δύσκολη που έχει μέχρι στιγμής αντιμετωπίσει. «Οι καιρικές συνθήκες ήταν υπερβολικά άσχημες. Οταν άνοιξε η πόρτα, είπα για μια στιγμή, εδώ θα επιχειρήσουμε; Αλλά αμέσως έπεσα. Οταν προσγειωθήκαμε στο Λέτσε έδωσα χίλια συγχαρητήρια στον κυβερνήτη και τον συγκυβερνήτη που κατάφεραν να κρατήσουν το ελικόπτερο».
Η προσέγγιση
«Μόλις τους έπαιρνα στην αγκαλιά μου κι αισθάνονταν πως είχαν επιτέλους φύγει από το φλεγόμενο καράβι, γίνονταν μια μάζα στα χέρια μου. Αφήνονταν», λέει ο 36χρονος δύτης - διασώστης Χρήστος Μπάντος.
Κυβερνήτης στο ελικόπτερο ήταν ο 32χρονος σμηναγός Παντελής Σελτσιώτης. Απογειώθηκε ξημερώματα Δευτέρας από την Κέρκυρα, παρέκαμψε καταιγίδες και έφτασε τρεισήμισι το πρωί πάνω από το φλεγόμενο πλοίο. «Ηταν πολύ σκοτεινή νύχτα, με πάρα πολύ χαμηλή νέφωση, πολύ δυνατό αέρα και εξαιρετικά δυνατή βροχόπτωση. Ανοίγαμε τον φακό του ελικοπτέρου που είναι 3 εκατ. κεριά και βλέπαμε μόνο βροχή. Ημασταν στα 2-4 μίλια από το πλοίο και δεν μπορούσαμε να το διακρίνουμε. Δεν είχε φώτα. Μόλις φτάσαμε πολύ κοντά, είδαμε τη φωτιά που έκαιγε ακόμη 24 ώρες μετά και πολύ πυκνούς καπνούς. Γύρω έπεφταν κεραυνοί. Το καράβι ήταν ακυβέρνητο και ο κυματισμός πολύ άσχημος. Μόνο σε ένα σημείο μπορούσες να το πλησιάσεις, όλα τα άλλα καιγόντουσαν. Ηταν πάρα πολύ δύσκολο να σταθεροποιηθεί το ελικόπτερο. Χειριστής και ελικόπτερο, διασώστης, μηχανικός, όλοι φτάσαμε στα όριά μας. Ευτυχώς τα ελικόπτερα είναι υπερσύγχρονα κι εμείς έχουμε εκπαιδευτεί να φτάνουμε σε αυτές τις συνθήκες με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια».
Τους συναντάμε παραμονή Πρωτοχρονιάς, στην 384 Μοίρα Ερευνας και Διάσωσης, γνωστή σε όσους έχουν κινδυνέψει σε θάλασσα και στεριά. Από το μοιραίο πλοίο διέσωσαν σε μια μετεώρηση 15 λεπτών επτά γυναίκες, που είχαν συμπτώματα υποθερμίας και χρειάζονταν ζέστη και νερό. «Ηταν τέτοια η ταλαιπωρία και ο φόβος, που ακόμη κι όταν βρέθηκαν μέσα στο ελικόπτερο δεν είδα χαμόγελο στο πρόσωπό τους», λέει ο κ. Μπάντος. Τι δεν θα ξεχάσει ποτέ; «Μια κοπέλα, Ελληνίδα, μου έπιασε το χέρι και κάτι μου ψιθύρισε στο αυτί. Ηταν τόσο ξέπνοη που δεν άκουσα. Τη ρώτησα αν κρυώνει. Οχι, μου είπε, ο άντρας μου έχει πάει στο πίσω μέρος του καραβιού και δεν γύρισε, θέλω να πάτε να τον πάρετε. Της είπα, μην ανησυχείς, θα έρθει άλλο ελικόπτερο. Με έσφιξε πιο δυνατά και μου είπε, όχι θέλω εσείς να πάτε. Ξανά και ξανά»... Τι να πει; Είχε ήδη νιώσει το μέγεθος της τραγωδίας.
«Δυστυχώς είμαστε χρήσιμοι σε ανθρώπους που βρίσκονται στη χειρότερη στιγμή της ζωής τους. Εχουμε δει πολύ πόνο, πολύ βάσανο, πολλή στενοχώρια», τονίζει ο σμηναγός και κυβερνήτης σε ένα από τα ελικόπτερα, Π. Σελτσιώτης.
«Πατούσα τη λαμαρίνα και καίγονταν τα πόδια μου. Φαντάσου οι άνθρωποι αυτοί που ήταν εκεί τόσες ώρες»... Και σαν να μην έφταναν οι θυελλώδεις άνεμοι, οι αναταράξεις, η καταιγίδα και το σκοτάδι ο χειριστής που πάλευε να κρατήσει το ελικόπτερο σταθερό και τον διασώστη του σώο είχε να αντιμετωπίσει και τον καπνό που έμπαινε στην καμπίνα. «Δάκρυζαν τα μάτια μας κι έκαιγε η μύτη μας»...
Σε αυτή την αποστολή δεν χρειάστηκε να διαλέξει ο ίδιος ο κ. Μπάντος ποιους θα πάρει μαζί του.
Ο επισμηναγός Νίκος Βρανάς μετέφερε με C130 τους πρώτους Ελληνες από το Λέτσε και το Μπάρι στην πατρίδα. Οπως μας λέει, οι περιγραφές τους τον συγκλόνισαν.
Η εντολή για αποχώρηση
Από την ώρα που χτυπά το τηλέφωνο λειτουργείς με τον επαγγελματισμό που σε έχουν εκπαιδεύσει, προσθέτει ο κυβερνήτης του Π. Σελτσιώτης. «Δυστυχώς είμαστε χρήσιμοι σε ανθρώπους που βρίσκονται στη χειρότερη στιγμή της ζωής τους. Εχουμε δει πολύ πόνο, πολύ βάσανο, πολλή στενοχώρια»... Το πόσοι θα μπουν στο ελικόπτερο εξαρτάται από το καύσιμο σε σχέση και με τον τελικό προορισμό, το βάρος και τις οδηγίες του συντονιστή. Ο Π. Σελτσιώτης λέει πως θα μπορούσε να μείνει άλλα 15 λεπτά και να πάρει από 7 ως 10 άτομα ακόμη, αλλά έλαβε εντολή από τους Ιταλούς να αποχωρήσει για να πάρει τη θέση του ιταλικό ελικόπτερο.
Στιγμιότυπο από την επιχείρηση διάσωσης. Η φωτιά δυσκόλεψε το έργο του πληρώματος των ελικοπτέρων.
«Αυτή ήταν η εντολή και οι Ιταλοί είχανε πολύ καλό συντονισμό», λέει. Το ίδιο σημειώνουν κι άλλοι ιπτάμενοι, δεδομένων των σκληρών συνθηκών και του γεγονότος πως πετούσαν πολλά ελικόπτερα στην περιοχή με χαμηλές ορατότητες, καπνό και φόρτο στις επικοινωνίες. Ο διασώστης Μπάντος δεν κρύβει την πικρία του. «Καταφέραμε να σταθούμε με τέτοιο καιρό που δεν το πίστευα, ήταν σαν ροντέο, η διαδικασία προχωρούσε γρήγορα και γι' αυτό όταν είδα να παίρνουμε επτά και να κλείνει η πόρτα δεν μου άρεσε, με πείραξε. Θα ήθελα να παίρναμε κι άλλο κόσμο»...
Ο επισμηναγός Νίκος Βρανάς είναι ο κυβερνήτης του C130 που μετέφερε τους πρώτους Ελληνες από το Λέτσε και το Μπάρι στην πατρίδα. Ανάμεσά τους ήταν και δύο ασυνόδευτα παιδιά, ο 10χρονος Μάρκος και ο 13χρονος Θωμάς. Τα πήρε στο πιλοτήριο, τους έδωσε ρούχα να ζεσταθούν. Η καταπόνησή τους και το σοβαρό στρες ήταν εμφανή. «Οι περιγραφές τους ήταν συγκλονιστικές. Προσπαθούσαν να βρουν μια γωνιά κάπου να στηριχτούν, το κατώρευμα των ελικοπτέρων τους πέταγε δεξιά αριστερά, ο καπνός τους έπνιγε, μετά ερχόταν το χαλάζι, το έντονο κρύο, οι πυρωμένες λαμαρίνες». Μπορεί να έχει πάνω από 4.000 ώρες πτήσης, αλλά σε τέτοιες καταστάσεις μπαίνει αναγκαστικά στη θέση του γονιού.
«Ο Θωμάς ήταν σε μια γωνιά κι έπαιζε με τα χέρια του από αμηχανία. Ζούσε ξανά το γεγονός. Μου διηγήθηκε πώς έσωσε ένα άλλο παιδάκι. Χτυπημένος από μια μάνικα νερού έπεσε κάτω και πιάστηκε από ένα σίδερο. Εκείνη την ώρα κατάφερε να αρπάξει ένα άλλο παιδάκι με το ελεύθερο χέρι του. Μου έλεγε πως ήθελε να γονατίσει έστω και λίγο επειδή δεν άντεχε άλλο την ορθοστασία, αλλά δεν μπορούσε επειδή ήταν όλοι στριμωγμένοι. Ο μικρούλης έκανε επιτόπου τρέξιμο για να μην κρυώνει. Στο νοσοκομείο ονειρευόταν πως καιγόταν και μετά πνιγόταν. Φαινόταν ότι ήθελαν να μιλήσουν και τους άφηνα να μιλάνε ώρα. Οταν περάσαμε πάνω από το φλεγόμενο πλοίο, τα πρόσωπά τους σκοτείνιασαν. Εχω την αίσθηση πως ήξεραν ότι οι γονείς τους είναι κάπου ασφαλείς, σε κάποιο καράβι ή λιμάνι».
Στο πρώτο Super Puma που έφτασε στο σημείο, το πρωί της Κυριακής, κυβερνήτης ήταν ο σμηναγός Ηλίας Πατζίρης. Οταν κατάφερε να περάσει τις σφοδρές καταιγίδες και να πλησιάσει το Norman Atlantic έμεινε όπως λέει εμβρόντητος. «Οσα ζήσαμε εκεί ήταν πρωτόγνωρα και η κατάσταση οριακή. Μια κόλαση. Ποτέ άλλοτε δεν είχα αντικρίσει τέτοιο σκηνικό. Η φωτιά ήταν πολύ ισχυρή και ακανόνιστη. Περιέβαλλε τους ανθρώπους που περίμεναν στοιβαγμένοι. Ηταν σαν να καθόντουσαν πάνω σε ένα τηγάνι».
Απεγκλώβισε εκείνο το πρωινό 12 γυναίκες και παιδιά. Τα πόδια τους ήταν μελανιασμένα από τη φωτιά. Ολες φώναζαν για τους άντρες τους. Κι όταν λόγω αλλαγής ανέμου καθυστερούσε να ανέβει ο δύτης - διασώστης με ένα παιδί, η μητέρα του που είχε μόλις μπει στο ελικόπτερο έπαθε υστερία κι άρχισε να ουρλιάζει. «Και οι πιο ψύχραιμοι λυγίζουν σε αυτές τις συνθήκες», λέει ο κ. Πατζίρης. Οπως άλλωστε θα προσθέσει και ο επισμηναγός Γιάννης Καλέμος, χειριστής 20 χρόνια, που έφτασε πάνω από το πλοίο τη νύχτα της Κυριακής, «ίσως ήταν μια από τις πλέον δύσκολες αποστολές που η μοίρα έχει επιχειρήσει όλα τα χρόνια της λειτουργίας της».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΣΚΟΛΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
Ένα μεγάλο Μπράβο στους συνάδελφους που για μια ακόμη φορά δείξανε ηρωισμό. Είμαστε υπερήφανη όλη εμείς που υπηρετήσαμε στην Πολεμική Αεροπορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια κάποιους Πολιτικούς θεωρούμαστε αυτιστική και αντιπαραγωγική.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή